-
1 ραδίκι
[радики] ουσ. о. дикий цикорий.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ραδίκι
-
2 одуванчик
-
3 одуванчик
(лекарственный) бот. τα-ραξάκο το φαρμακευτικό, το (άγριο) ραδίκι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > одуванчик
-
4 одуванчик
одуванчикм ἡ πικραλίδα, τό ραδίκι -
5 одуванчик
-а α.ταράξακο το γυμνανθές(ε-πιστ.), πικραλίδα ή άγριο ραδίκι (λκ.)• лекарственный -ταράξακο το φαρμακευτικό (επιστ.), αγριομάρουλο (λκ.). -
6 цикорий
-я α.1. κιχώριο, ραδίκι.2. ξηραμένη ρίζα του κιχωρίου (σαν συμπλήρωμα ή υποκατάστατο του καφέ).
См. также в других словарях:
ραδίκι — Κοινή ονομασία αρκετών ποικιλιών φυτών του γένους κιχώριο (τσικούρι) της οικογένειας των συνθέτων. Κυρίως όμως ρ. ονομάζεται το κιχώριο το ίντυβο, το γνωστό άγριο Ρ., κοινό σε όλη την Ελλάδα· έχει ρίζα κυλινδρική και φύλλα επιμήκη, λογχοειδή… … Dictionary of Greek
ραδίκι — το (λ. ιταλ.), τα φυτά κιχώριο και ταράξακος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιχώριο — (Cichorium). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Τα φυτά αυτά συναντώνται με πολλές κοινές ονομασίες, λόγω του μεγάλου αριθμού ποικιλιών. Δεν είναι εντυπωσιακά· τα κεφάλια των ανθών τους, ωστόσο, έχουν ωραίο γαλάζιο χρώμα, αν και υπάρχουν… … Dictionary of Greek
ταραξάκο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 50 60 είδη πολυετών ποωδών φυτών με κοσμοπολιτική κατανομή, από τα οποία γνωστότερο είναι το είδος Taraxacum officinale με τις… … Dictionary of Greek
Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… … Wikipedia
θαλασσοράδικο — και θαλασσινό ραδίκι, το βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κιχόριο … Dictionary of Greek
κιχόριο — ή κιχώριο το (Α κιχόριον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες … Dictionary of Greek
λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… … Dictionary of Greek
μαρουλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται ΒΔ του Γυθείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου. * * * η βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Taraxacum officinale τού γένους Ταραξάκο, αλλ.… … Dictionary of Greek
ράδαμνος — και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ αμνος / ῥόδ αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό ᾰ/ο και επίθημα (α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, ῖκος (πρβλ. λατ.… … Dictionary of Greek
φραγκοράδικο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο (βλ. λ. Φράγκος) + ραδίκι] … Dictionary of Greek